Ένα παιδί
κοιτούσε τ’ άστρα
και αναρωτιόταν:
-Πώς γίνεται
και τα καράβια
ταξιδεύουν
ξενιτεμένα
σε σκοτεινές θάλασσες
με όλα τα φώτα τους
αναμένα;
Περνούσε
από ανθισμένους κήπους
κι απορούσε:
-Γιατί
οι μεγάλες πολιτείες
κρύβουν τη γύμνια τους
στους υπόνομους
που τις διασχίζουν;
Άκουγε
το κελάρυσμα της πηγής
κι ονειρευόταν:
-Είναι τόσο γλυκός
ο ήχος της ζωής
όταν οι άνθρωποι
σμιλεύουν
το πρόσωπο της ελπίδας
στα βήματα τους.
Στο σπίτι με τα περιστέρια
τα πολυβόλα κροταλίζουν.
Ένα μικρό
κατάλευκο περιστέρι
πέφτει νεκρό.
Είναι η στιγμή
που τα όνειρα
φεύγουν τρομαγμένα
και ο ύπνος των παιδιών
γίνεται ανούσια
τυπική διαδικασία.
Χρήστος Θ. Παπαγεωργίου
κοιτούσε τ’ άστρα
και αναρωτιόταν:
-Πώς γίνεται
και τα καράβια
ταξιδεύουν
ξενιτεμένα
σε σκοτεινές θάλασσες
με όλα τα φώτα τους
αναμένα;
Περνούσε
από ανθισμένους κήπους
κι απορούσε:
-Γιατί
οι μεγάλες πολιτείες
κρύβουν τη γύμνια τους
στους υπόνομους
που τις διασχίζουν;
Άκουγε
το κελάρυσμα της πηγής
κι ονειρευόταν:
-Είναι τόσο γλυκός
ο ήχος της ζωής
όταν οι άνθρωποι
σμιλεύουν
το πρόσωπο της ελπίδας
στα βήματα τους.
Στο σπίτι με τα περιστέρια
τα πολυβόλα κροταλίζουν.
Ένα μικρό
κατάλευκο περιστέρι
πέφτει νεκρό.
Είναι η στιγμή
που τα όνειρα
φεύγουν τρομαγμένα
και ο ύπνος των παιδιών
γίνεται ανούσια
τυπική διαδικασία.
Χρήστος Θ. Παπαγεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου