Κι ήθελα από μικρός
οι ζωγραφιές στους πίνακες να κινούνται.
Το ήθελα τόσο πολύ που
σχεδόν το έβλεπα και να συμβαίνει.
Και τι καλύτερο κοιτώντας έναν τοίχο
να ταξιδεύεις μακριά,
πιο μακριά από κάθε άλλη ύπαρξη,
σ'έναν κόσμο που ζει μέσα σε τοίχους,
τοίχους που, πολλές φορές,
δε μπορεί καν να αντικρύσει.
Δεν είμαι πια παιδί.
Οι ζωγραφιές στους τοίχους
χρόνια τώρα δεν κινούνται.
Γιατί ξέρω τι είναι. Ποιός τις έφτιαξε.
Με ποιόν τρόπο. Από τι υλικά. Με τι διαδικασία.
Μαθαίνοντάς τα όλα τις κατέστησα ακίνητες.
Επειδή η γνώση καμμιά φορά
σκοτώνει την φαντασία. Ή και πάντα.
Τέλος λοιπόν το μυστήριο.
Οι άγνωστες πτυχές μιας ιστορίας
που δεν έμαθα ποτέ
κι όμως πεπεισμένος είμαι πως γνωρίζω.
Κι έτσι σβήνουν οι πιθανές εικόνες,
οι πιθανές εκδοχές.
Ας μιλήσουμε λοιπόν για τους τοίχους.
Τους γεμάτους από κάτι άδειο.
Από κάτι που δύσκολα θα μπορούσε
να σε γεμίσει, έστω προσωρινά.
Τους αόρατους.
Αυτούς δηλαδή που χτυπάμε επάνω τους,
χωρίς να νιώθουμε κάτι,
εκτός από το γνώριμο αδιέξοδο.
Τι κι αν κοιτάμε τις ζωγραφιές τους,
τις ακίνητες πια, ξανά και ξανά,
με βλέμμα έκπληκτο.
Ξαναπέφτουμε στους τοίχους μας επίμονα,
σαν πεταλούδες σ' ένα φως ψεύτικο.
Και ξανά με ορμή πάνω τους πέφτουμε,
τους αγκαλιάζουμε και γλιστράμε,
νιώθοντας μόνο κάτι παγερό
να μας γδέρνει το στήθος και το μάγουλο.
Κάτι που δεν θα έπρεπε να υπάρχει,
μα το νιώθουμε. Είναι εκεί.
Μα δεν έπρεπε τίποτε να είναι εκεί.
Τότε πως;
Κι έρχεται το καταστροφικό συμπέρασμα.
Ως δήθεν λύτρωση.
"Είναι η άκρη εδώ! Ακούτε; Είναι η άκρη!"
Και γύρω μας το σμήνος ανθρώπων
που πέφτουν πάνω τους με την ίδια ορμή;
"Επιβεβαίωση"
Και κάτω τα κουφάρια;
"Επιβεβαίωση.
Δεν υπάρχει παραπέρα!
Δεν υπάρχει!"
Κι η ζωή συνεχίζεται.
Κι η εικόνα ακίνητη.
Κι ο τοίχος αόρατος.
Κι η άκρη...
τάχατες βρέθηκε.
Αυτό είχε σημάσια.
Να βγει μια άκρη.
Και πάλι βρέθηκε
η δήθεν άκρη λοιπόν.
Κι όλα ξαφνικά ως εκεί...

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου