Μια φωνή δεσποτική εκτινάσσεται από τους ραγισμένους βράχους·
καμακώνει την μεγαλοθυμία των κυμάτων και τρέμει λαγαρή σαν ένας κύκνος που ερωτεύτηκε την λευκή του υπόσταση. Εύθραυστη σαν ανεμώνα, λιλιπούτεια σαν σπίθα- φωνή ψιθυριστή
που στοχεύει στην καθαρή λάμψη της.
Τότε είμαι παρατηρητής των φαινομένων του λεξιλογίου
που θρυμματίζεται σε εκατομμύρια λέξεις
και δεν μπορεί να ζωγραφίσει κι όμως μια θύελλα.
Κάποτε κουράζομαι από όλα κάποτε θέλω να πεθάνω.
Κάποτε ακουμπώ στον ουρανό τα φτερά μου και δακρύζω γιατί λείπει πολύ το κουράγιο μου.
Κάποτε είμαι τόσο ανθρώπινος που πονώ.
Κι ακούω αυτήν την φωνή που θρέφει τα λουλούδια των ανέμων
που μαστιγώνει τις ελιές και σαρώνει τον κόλπο στο μάκρος του-
κι ακούω την σιγανή βροχή που αφήνει τις βελόνες της να ράψουν την μελαγχολία του τοπίου
όσο να με λυπηθεί ένας γερασμένος θεός και δίνοντάς μου τσιγάρο
σταθεί κοντά μου λίγο να το κουβεντιάσουμε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου