Την είδα
σε μια πτυχή του απομεσήμερου
να διασχίζει το πλήθος
με κείνο το αγέρωχο βήμα
που κάνει το κορμί να μοιάζει
με το λίκνισμα της άνοιξης
στην επέτειο της φωτιάς.
Φορούσε ένα κόκκινο φουστάνι
που θύμιζε τριαντάφυλλο
την ώρα της εξομολόγησης των
χρωμάτων
εκεί που οι αναστολές απωθούνται
από το παραλήρημα
ενός αναπάντεχου πόθου.
Έμεινα ακίνητος να την κοιτάζω
μέχρι που χάθηκε
στην απέναντι γωνία του δρόμου.
Θα μπορούσα
να μιλάω ώρες ατέλειωτες
για την οπτασία της στιγμής
για τη φευγαλέα αποπλάνηση του νου
για το σκίρτημα του ανέφικτου
μα πιο πολύ
θα μπορούσα να μιλάω
για ό,τι με αφόπλισε
την εικόνα που έφευγε
και γινόταν κουκίδα
στο βάθος του ανεκπλήρωτου
σαν μια απρόβλεπτη συνάντηση
με τους τίτλους τέλους
επιδέξια βαλμένους στην αρχή
σαν μια ιστορία
που δεν μπόρεσε
να αποκτήσει υπόσταση
το κόκκινο φουστάνι
που όχι άδικα
τράβηξε την προσοχή μου.
Το κόκκινο φουστάνι.
Τύλιγε απροκάλυπτα το κορμί της
και πρωταγωνιστούσε
σαν μια πινελιά αυταπάτης
στα μάτια των επίδοξων εραστών
του εφήμερου.
Τότε ήταν
που αγάπησα το κόκκινο
και υποκλίθηκα σε αυτό
για την αυθάδεια της ομορφιάς του.
Χρήστος Θ. Παπαγεωργίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου