Φυγή, που γίνεται θυμός και πίσω αφήνει στάχτη 
να μη φωτίζει ο ουρανός τοπίο απ’ τα παλιά, 
τη διάλεξες, τη θέλησες, τη φόρεσες στην πλάτη 
γκρεμίζοντας ό,τι όμορφο σου έχτισε η καρδιά.
Ψυχή, που την αρνήθηκες, γιατί σου βγήκε λίγη, 
γιατί κι εσύ δε μπόρεσες τροφή να της δοθείς, 
την πέταξες στα αζήτητα να μην πληρώνεις νοίκι, 
λες κι η ψυχή σου πρόσταζε για εκείνη να χαθείς.
Νυχτιές κι αν δε περπάτησες σε δρόμους δίχως τέρμα, 
τα πόδια σου τα βούτηξες σε λάσπες και νερά,
 να μη γροικά ανάμνηση το παγερό σου βλέμμα 
στου πηγαιμού το ατέλειωτο ταξίδι που τραβά.
Μπροστά στης λήθης τον ανθό προτίμησες το θαύμα, 
να σ’ αρνηθεί η προσμονή, να σε λουστεί η ευχή, 
εκείνη που τη δίκασες, σαν το μοιραίο τάμα, 
από ένα κόσμο που δε ζει η φωνή σου να σβηστεί.
Χαράμι τους τα όνειρα, τα γκρέμισες κι εχάθεις, 
μα στα συντρίμμια που άφησες το αίμα αργοκυλά. 
Αδιάφορος, δεν κοίταξες στιγμή μήπως προλάβεις 
να σώσεις ό,τι σώζεται κι ακόμα σε ζητά.
Φυγή, που πλέκει σκαλωσιές, μα λύνει χίλιους κόμπους, 
αυτούς που κληρονόμησες ως δώρο στη ζωή, 
την πόθησες, τη ζήλεψες με ένα τσουβάλι τρόπους 
απαρνηθείς κάθε δεσμό που έχτισες στη γη.
Πορεία, που δεν κοίταξες πίσω μην κάνεις λάθος, 
δειλία στη χρεώσανε, σαν έγινες καπνός. 
Στο τίποτα της μίζερης ζωής το μέγα πάθος 
χρεώθηκες το τίμημα κι ο τίτλος σου, εχθρός.
Στέλλα Πετρίδου
Από την ποιητική συλλογή «Ο καιρός», εκδόσεις «άλφα πι»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου