Μάταια περιμέναμε
στο παραθύρι
ν’ ακούσουμε
τα βήματά του
να τον δούμε να στρίβει
από τη γωνία του δρόμου
φορώντας
την χρυσή του πανοπλία
τροπαιοφόρο νικητή
με κόκκινο τριαντάφυλλο
στο ένα χέρι
και πύρινη ρομφαία
στο άλλο
καβαλάρη περήφανο
σε άτι καθαρόαιμο
να μας πάρει στοργικά
και να μας οδηγήσει
στο φως
μακριά από το τέλμα
την δυσοσμία του οποίου
μάθαμε να εισπνέουμε.
Δεν είχαμε δει ποτέ
το πρόσωπο του
απλά τον φανταστήκαμε
ή ονειρευτήκαμε να ξεπροβάλει
από το ξέφωτο της ελπίδας
με συνοδεία αγγέλων
που έψαλαν
εγερτήριους ύμνους
κι έμοιαζαν
οι ύμνοι αυτοί
με πύρινο ποτάμι
καθώς ξεχύνονταν
απ’ άκρη σε άκρη
πρόσταγμα αφύπνισης
σε συνειδήσεις
που είχαν πια συνηθίσει
τον λήθαργό τους.
Τον ονομάσαμε
Μεσσία
μα Αυτός
γνώρισε στο έπακρο
το ανθρώπινο μίσος
και δικάστηκε
από άνομους κριτές
και καθώς
το αλαλάζον πλήθος
απαιτούσε επιτακτικά
την σταύρωση του
καταδικάσθηκε
απο τον "νίψαντα τας χείρας"
να σταυρωθεί
και οδηγήθηκε
στο Σταυρό
θύμα υπέρτατης αχαριστίας
από εκείνους
που ευεργέτησε
και αγάπησε σφόδρα
Ποιμένας Αγαθός
που πήρε σάρκα και οστά
κι εξισώθηκε
με το ποίμνιό του
για ν’ αναστηθεί
την τρίτη ημέρα
σύμφωνα
με τις Γραφές
και ν’ αναληφθεί
στους ουρανούς
"καθεζόμενος
εκ δεξιών
του Πατρός".
Τον ονομάσαμε
σταυροφόρο της νιότης
μα αυτός
πορεύτηκε λαθεμένα
σε άγνωστους τόπους
κι έχασε τον προορισμό του
κάπου ανάμεσα
σε λάγνες εταίρες
κι ευτελισμένους θησαυρούς.
Τον ονομάσαμε
ιππότη της χαραυγής
μα αυτός
πολέμησε
για ψεύτικους βασιλιάδες
και ταύτισε την τιμή του
με τα εχέγγυα
της υποταγής.
Τον ονομάσαμε
σαλπιγκτή του πάθους
μα αυτός
εξαργύρωσε τον παιάνα του
σε άφρονες διασκεδάσεις
και ποταπούς εξευτελισμούς.
Τον ονομάσαμε
μαχητή της φωτιάς
μα αυτός
προτίμησε
να πάει
σε άλλα μέρη
για ν’ αποφύγει
τη βροχή
που έσβηνε
τη φλόγα
από τα μάτια του.
Τον ονομάσαμε
λυτρωτή των καταφρονεμένων
μα λησμονήσαμε
το αλησμόνητο
ότι η λύτρωση
περίμενε στωικά
την αφύπνισή μας
κι είμασταν εμεις
οι ίδιοι
λυτρωτές
και λυτρωμένοι.
Ερωτήματα
αναπάντητα
που κυριαρχούσαν
στο μυαλό
και μας ωθούσαν
σε άκαρπη αναμονή.
Καθήσαμε λοιπόν
αναπαυτικά
στην πολυθρόνα μας
και περιμέναμε
- βουλιάζοντας
όλο και περισσότερο
στη μονοτονία των ημερών
που διαδέχονταν
η μία την άλλη
στάσιμες
στην εναλλαγή τους -
τον ΜΕΓΑΛΟ ΑΓΝΩΣΤΟ.
Ποτέ δε μάθαμε
αν ήρθε.
...
ΧΡΗΣΤΟΣ Θ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου