Καθίσαμε στο ίδιο παγκάκι
εκεί μπροστά, στο φοιτητικό πάρκο.
Κι αυτή κι εγώ
βγάλαμε περίπατο τις μοναξιές μας,
για να ξεφύγουμε
από τους άχαρους τοίχους, ενός διαμερίσματος.
Για να αποτινάξουμε την ερημιά
που μας έπνιγε.
Αυτή κοιτούσε δεξιά, κι’ εγώ αριστερά.
Κρατούσε ένα βιβλίο
κι’ έκανε πως διάβαζε.
Κι’ εγώ έψαχνα τρόπο, να πιάσουμε κουβέντα.
Μα ο χρόνος περνούσε εκνευριστικά
και τίποτα δεν συνέβαινε.
Στο τέλος κουραστήκαμε.
Φύγαμε, σαν κυνηγημένοι.
Κι’ έμεινε το παγκάκι άδειο,
ν’ αναρωτιέται.
Πόσο παράξενοι γίνανε οι άνθρωποι;
Μοιάζουνε σαν χαμένοι.
Που ο Θεός τους έδωσε φωνή,
μα δεν μιλούν, δεν επικοινωνούν.
Και φέρονται σαν ξ έ ν ο ι …
Τρυφωνόπουλος Φώτης – Χαλκίδα.
εκεί μπροστά, στο φοιτητικό πάρκο.
Κι αυτή κι εγώ
βγάλαμε περίπατο τις μοναξιές μας,
για να ξεφύγουμε
από τους άχαρους τοίχους, ενός διαμερίσματος.
Για να αποτινάξουμε την ερημιά
που μας έπνιγε.
Αυτή κοιτούσε δεξιά, κι’ εγώ αριστερά.
Κρατούσε ένα βιβλίο
κι’ έκανε πως διάβαζε.
Κι’ εγώ έψαχνα τρόπο, να πιάσουμε κουβέντα.
Μα ο χρόνος περνούσε εκνευριστικά
και τίποτα δεν συνέβαινε.
Στο τέλος κουραστήκαμε.
Φύγαμε, σαν κυνηγημένοι.
Κι’ έμεινε το παγκάκι άδειο,
ν’ αναρωτιέται.
Πόσο παράξενοι γίνανε οι άνθρωποι;
Μοιάζουνε σαν χαμένοι.
Που ο Θεός τους έδωσε φωνή,
μα δεν μιλούν, δεν επικοινωνούν.
Και φέρονται σαν ξ έ ν ο ι …
Τρυφωνόπουλος Φώτης – Χαλκίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου